Ένας σοφός γκουρού είχε πει πριν χρόνια, "Ποτέ μην χάνεις την ευκαιρία, να φας μια ΚΑΛΗ, χυλόπιτα."
Όλοι είχαμε κάποτε μια κοπέλα, που της την είχαμε πέσει παραπάνω από μία φορές και ελπίζαμε πως η επόμενη θα είναι και η επιτυχημένη. Κάναμε όμως λάθος.
Το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο και στις Δύο φορές.
Στις τρεις.
Και στις τέσσερις.
Λίγοι όμως είναι αρκετά μερακλήδες ώστε να φτάσουν τις 11!
Ένας τέτοιος μερακλής, χρόνια μετά την 11η προσπάθεια, έχει την ευκαιρία της ζωής του. Να οργανώσει μια επιχείρηση η οποία, είτε θα φέρει την ΑΠΟΛΥΤΗ ανατροπή, είτε θα φάει την ΑΠΟΛΥΤΗ χυλόπιτα.
Στα μάτια μου; Its a Win Win situation που λέμε και στις Βουκολιές. True Story!
Ο Γάμος, σε γραφικό ορεινό χωριουδάκι. Η νύφη ξυπνάει και κοιτάζεται στον καθρέφτη. Το βλέμμα της έχει κάτι ασαφές. Κάτι μυστήριο. Σαν να έβλεπε ένα παράξενο όνειρο που δεν ήξερε αν έπρεπε να της φτιάξει την διάθεση, ή να την ανησυχήσει.
Ξεκίνησε να κάνει βήμα βήμα ότι φανταζόταν από μικρό κοριτσάκι πως θα έκανε το πρωί του γάμου της.
Ξεφορτώθηκε το στρινγκ του Γκο Γκο μπόι καθώς αναρωτιόταν πως μπορεί να μπλέχτηκε στα μακριά μαλλιά της. Μάζεψε τον Φουσκωτό Άνδρα που ξεπρόβαλε δειλά κάτω από τα σκεπάσματα και ξεκίνησε να φτιάχνει πρωινό.
----------------------------
Ο Κουμπάρος και η Κουμπάρα, χτύπησαν το κουδούνι της εξώπορτας. Η νύφη, κατέβαινε αρχοντική της σκάλες, και τους άνοιξε την πόρτα τρεκλίζοντας. Έβγαλε μια μικρή κραυγή όταν οι ακτίνες του ήλιου μπήκαν στο σπίτι μαζί με το ζευγάρι και έστρεψε απότομα το κεφάλι της μιλώντας ακατάληπτα.
Καθώς έκλεινε την πόρτα, σφηνώθηκε στην χαραμάδα, ο ξάδελφος του κουμπάρου. Έσπρωξε την νύφη και έκλεισε πίσω του την πόρτα πανικοβλημένος.
Χωρίς να πει τίποτε, έσπευσε στο παράθυρο, παραμερίζοντας ελάχιστα την βαριά κουρτίνα και στάθηκε εκεί ακίνητος για τα επόμενα τριάντα λεπτά, μονολογώντας.
Όταν πλέον σιγουρεύτηκε πως εκείνος ο περίεργος τύπος με το παλτό που οδηγούσε τα είκοσι μαλλιαρά πλάσματα κρατώντας ένα στυλιάρι δεν ήταν ασφαλίτης μεταμφιεσμένος, χαιρέτησε την Νύφη ξάπλωσε στον καναπέ και της ζήτησε κάτι να φάει.
----------------------------
Λίγο έξω από την Θεσσαλονίκη, ο Ήρωας σταμάτησε σε ένα βενζινάδικο, για τα δέοντα και για να τσεκάρει τα αίτια κάποιων κραδασμών που ένιωσε νωρίτερα.
Ο Βενζινάς που τον εξυπηρέτησε, του θύμιζε φοβερά έναν φίλο του από τη σχολή, αλλά ντράπηκε να ρωτήσει. Ελέγχοντας το πίσω λάστιχο μονολόγησε:"Το λάστιχο του Τούπακ, όλο ξεφουσκώνει".
"ΜΠΑΤΣΟΙ ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ !" αναφώνησε ο Βενζινάς.
Ο Ήρωας τον κοίταξε με απορία. Προσποιήθηκε πως δεν ξαφνιάστηκε και τον ρώτησε, τι μπορεί να φταίει γι αυτό.
"Ο ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ!" τον αποστόμωσε ο Βενζινάς.
Ήταν βέβαιος πως δεν έπρεπε να ρωτήσει, αλλά η περιέργεια τον κατέλαβε. "Τι εννοείς;" ψέλλισε.
Το πρόσωπο του Βενζινά φωτίστηκε και ένα πονηρό χαμόγελο χαράχτηκε στο πρόσωπό του, το οποίο και παρέμεινε καθ' όλο τον εικοσάλεπτο παραληρηματικό μονόλογό του.
Ο Ήρωας κοιτάζοντας το ρολόι και ξύνοντας το καλοσχηματισμένο κρανίο του, συνειδητοποίησε πως έπρεπε να βιαστεί και ας ήθελε να παρακολουθήσει μέχρι τέλους την συλλογιστική πορεία του Βενζινά - ερημίτη.
Επιστρέφοντας μαζί με τα ρέστα, ο Βενζινάς κρατούσε και δύο τεράστια βιβλία των οποίων οι συγγραφείς είχαν πολλά σύμφωνα στα ονόματά τους. Ο Ήρωας τα αρνήθηκε ευγενικά λέγοντας πως δεν έχει χώρο. Το μάτι του Βενζινά άστραψε.
"ΝΑΙ ΝΑΙ! ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΕΙΜΑΙ! ΕΙΣΑΙ ΚΑΙ ΣΥ; ΑΑΑΑ, ΚΑΙ ΝΟΜΙΣΑ ΠΩΣ ΕΙΣΑΙ ΚΑΝΕΝΑΣ ΦΑΣΙΣΤΑΣ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΦΑΕΙ ΚΑΔΡΟΝΙ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΙ. ΤΕΛΙΚΑ, ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΑ ΣΤΡΑΒΟΧΥΜΕΝΟ. ΖΗΤΩ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ! ΚΟΝΣΕΡΒΟΚΟΥΤΙΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ! ΘΑ ΣΑΣ ΔΕΙΞΩ ΕΓΩ, ΘΑ ΔΕΙΤΕ ΤΙ ΘΑ ΠΑΘΕΤΕ!" .
Είχε χάσει πολύ χρόνο και καθώς απομακρυνόταν από το βενζινάδικο, συνειδητοποίησε πως μόνο με θαύμα θα προλάβαινε την τελετή!
----------------------------
Την ίδια ώρα, στο χωριό έφτανε ο Γιώργος, φίλος του κουμπάρου. Σε μια στροφή, λίγο πριν την ταμπέλα που καλωσόριζε τους ταξιδιώτες, σταμάτησε να κατουρήσει. Έτσι όπως στεκόταν στην άκρη του γκρεμού και ανακουφιζόταν, παραπάτησε. Με μια γατίσια κίνηση όμως απέφυγε την κατρακύλα. Μονάχα μερικά πετραδάκια κύλησαν στο πρανές! Μπήκε στο αυτοκίνητο, και έβαλε το CD του Νότη να παίζει. Ένας περίεργος βόμβος αναμείχθηκε με την βαριά φωνή του αοιδού, αλλά ευτυχώς σταμάτησε γρήγορα.
----------------------------
----------------------------
Δύο ώρες μετά και αφού είχε πια σουρουπώσει όλα ήταν έτοιμα για να ξεκινήσουν οι διαδικασίες.
.... Σιωπή ....
Ο άνδρας, βγάζει το κράνος του αργά και αποφασιστικά.
Όλοι είχαμε κάποτε μια κοπέλα, που της την είχαμε πέσει παραπάνω από μία φορές και ελπίζαμε πως η επόμενη θα είναι και η επιτυχημένη. Κάναμε όμως λάθος.
Το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο και στις Δύο φορές.
Στις τρεις.
Και στις τέσσερις.
Λίγοι όμως είναι αρκετά μερακλήδες ώστε να φτάσουν τις 11!
Ένας τέτοιος μερακλής, χρόνια μετά την 11η προσπάθεια, έχει την ευκαιρία της ζωής του. Να οργανώσει μια επιχείρηση η οποία, είτε θα φέρει την ΑΠΟΛΥΤΗ ανατροπή, είτε θα φάει την ΑΠΟΛΥΤΗ χυλόπιτα.
Στα μάτια μου; Its a Win Win situation που λέμε και στις Βουκολιές. True Story!
Ο Γάμος, σε γραφικό ορεινό χωριουδάκι. Η νύφη ξυπνάει και κοιτάζεται στον καθρέφτη. Το βλέμμα της έχει κάτι ασαφές. Κάτι μυστήριο. Σαν να έβλεπε ένα παράξενο όνειρο που δεν ήξερε αν έπρεπε να της φτιάξει την διάθεση, ή να την ανησυχήσει.
Ξεκίνησε να κάνει βήμα βήμα ότι φανταζόταν από μικρό κοριτσάκι πως θα έκανε το πρωί του γάμου της.
Ξεφορτώθηκε το στρινγκ του Γκο Γκο μπόι καθώς αναρωτιόταν πως μπορεί να μπλέχτηκε στα μακριά μαλλιά της. Μάζεψε τον Φουσκωτό Άνδρα που ξεπρόβαλε δειλά κάτω από τα σκεπάσματα και ξεκίνησε να φτιάχνει πρωινό.
----------------------------
Την ίδια ώρα, ο Ήρωας μας, στο κακοφωτισμένο δωμάτιο ενός Μοτέλ της Εθνικής οδού, οπού έκανε ένα μικρό διάλειμμα από το πολύωρο ταξίδι του με την μοτοσικλέτα, τεντωνόταν και έπινε μια γουλιά καφέ μαζί με το πρωινό του τσιγάρο.
Σαν άλλος Ράμπο, έδεσε τις μπότες του, κούμπωσε το παντελόνι του, φόρεσε το τυχερό του wristband και άνοιξε την πόρτα αποφασιστικά.
Ένας καλοκάγαθος φορτηγατζής τον καλημέρισε. "ΣΙΓΑ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ ΠΡΩΙ ΠΡΩΙ !ΒΑΡΑΣ ΤΙΣ ΠΟΡΤΕΣ !".
Είχε ακόμα πολλές ώρες οδήγησης μπροστά του και έπρεπε να βιαστεί. Ο Γάμος, θα γινόταν πριν πέσει ο ήλιος. Καβάλησε την μοτοσικλέτα του, τον "Τούπακ" και χάθηκε στον ορίζοντα.Την ίδια ώρα, ο Ήρωας μας, στο κακοφωτισμένο δωμάτιο ενός Μοτέλ της Εθνικής οδού, οπού έκανε ένα μικρό διάλειμμα από το πολύωρο ταξίδι του με την μοτοσικλέτα, τεντωνόταν και έπινε μια γουλιά καφέ μαζί με το πρωινό του τσιγάρο.
Σαν άλλος Ράμπο, έδεσε τις μπότες του, κούμπωσε το παντελόνι του, φόρεσε το τυχερό του wristband και άνοιξε την πόρτα αποφασιστικά.
Ένας καλοκάγαθος φορτηγατζής τον καλημέρισε. "ΣΙΓΑ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ ΠΡΩΙ ΠΡΩΙ !ΒΑΡΑΣ ΤΙΣ ΠΟΡΤΕΣ !".
----------------------------
Ο Κουμπάρος και η Κουμπάρα, χτύπησαν το κουδούνι της εξώπορτας. Η νύφη, κατέβαινε αρχοντική της σκάλες, και τους άνοιξε την πόρτα τρεκλίζοντας. Έβγαλε μια μικρή κραυγή όταν οι ακτίνες του ήλιου μπήκαν στο σπίτι μαζί με το ζευγάρι και έστρεψε απότομα το κεφάλι της μιλώντας ακατάληπτα.
Καθώς έκλεινε την πόρτα, σφηνώθηκε στην χαραμάδα, ο ξάδελφος του κουμπάρου. Έσπρωξε την νύφη και έκλεισε πίσω του την πόρτα πανικοβλημένος.
Χωρίς να πει τίποτε, έσπευσε στο παράθυρο, παραμερίζοντας ελάχιστα την βαριά κουρτίνα και στάθηκε εκεί ακίνητος για τα επόμενα τριάντα λεπτά, μονολογώντας.
Όταν πλέον σιγουρεύτηκε πως εκείνος ο περίεργος τύπος με το παλτό που οδηγούσε τα είκοσι μαλλιαρά πλάσματα κρατώντας ένα στυλιάρι δεν ήταν ασφαλίτης μεταμφιεσμένος, χαιρέτησε την Νύφη ξάπλωσε στον καναπέ και της ζήτησε κάτι να φάει.
----------------------------
Λίγο έξω από την Θεσσαλονίκη, ο Ήρωας σταμάτησε σε ένα βενζινάδικο, για τα δέοντα και για να τσεκάρει τα αίτια κάποιων κραδασμών που ένιωσε νωρίτερα.
Ο Βενζινάς που τον εξυπηρέτησε, του θύμιζε φοβερά έναν φίλο του από τη σχολή, αλλά ντράπηκε να ρωτήσει. Ελέγχοντας το πίσω λάστιχο μονολόγησε:"Το λάστιχο του Τούπακ, όλο ξεφουσκώνει".
"ΜΠΑΤΣΟΙ ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ !" αναφώνησε ο Βενζινάς.
Ο Ήρωας τον κοίταξε με απορία. Προσποιήθηκε πως δεν ξαφνιάστηκε και τον ρώτησε, τι μπορεί να φταίει γι αυτό.
"Ο ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ!" τον αποστόμωσε ο Βενζινάς.
Ήταν βέβαιος πως δεν έπρεπε να ρωτήσει, αλλά η περιέργεια τον κατέλαβε. "Τι εννοείς;" ψέλλισε.
Το πρόσωπο του Βενζινά φωτίστηκε και ένα πονηρό χαμόγελο χαράχτηκε στο πρόσωπό του, το οποίο και παρέμεινε καθ' όλο τον εικοσάλεπτο παραληρηματικό μονόλογό του.
Ο Ήρωας κοιτάζοντας το ρολόι και ξύνοντας το καλοσχηματισμένο κρανίο του, συνειδητοποίησε πως έπρεπε να βιαστεί και ας ήθελε να παρακολουθήσει μέχρι τέλους την συλλογιστική πορεία του Βενζινά - ερημίτη.
Επιστρέφοντας μαζί με τα ρέστα, ο Βενζινάς κρατούσε και δύο τεράστια βιβλία των οποίων οι συγγραφείς είχαν πολλά σύμφωνα στα ονόματά τους. Ο Ήρωας τα αρνήθηκε ευγενικά λέγοντας πως δεν έχει χώρο. Το μάτι του Βενζινά άστραψε.
"ΝΑΙ ΝΑΙ! ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΕΙΜΑΙ! ΕΙΣΑΙ ΚΑΙ ΣΥ; ΑΑΑΑ, ΚΑΙ ΝΟΜΙΣΑ ΠΩΣ ΕΙΣΑΙ ΚΑΝΕΝΑΣ ΦΑΣΙΣΤΑΣ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΦΑΕΙ ΚΑΔΡΟΝΙ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΙ. ΤΕΛΙΚΑ, ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΑ ΣΤΡΑΒΟΧΥΜΕΝΟ. ΖΗΤΩ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ! ΚΟΝΣΕΡΒΟΚΟΥΤΙΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ! ΘΑ ΣΑΣ ΔΕΙΞΩ ΕΓΩ, ΘΑ ΔΕΙΤΕ ΤΙ ΘΑ ΠΑΘΕΤΕ!" .
Είχε χάσει πολύ χρόνο και καθώς απομακρυνόταν από το βενζινάδικο, συνειδητοποίησε πως μόνο με θαύμα θα προλάβαινε την τελετή!
----------------------------
Την ίδια ώρα, στο χωριό έφτανε ο Γιώργος, φίλος του κουμπάρου. Σε μια στροφή, λίγο πριν την ταμπέλα που καλωσόριζε τους ταξιδιώτες, σταμάτησε να κατουρήσει. Έτσι όπως στεκόταν στην άκρη του γκρεμού και ανακουφιζόταν, παραπάτησε. Με μια γατίσια κίνηση όμως απέφυγε την κατρακύλα. Μονάχα μερικά πετραδάκια κύλησαν στο πρανές! Μπήκε στο αυτοκίνητο, και έβαλε το CD του Νότη να παίζει. Ένας περίεργος βόμβος αναμείχθηκε με την βαριά φωνή του αοιδού, αλλά ευτυχώς σταμάτησε γρήγορα.
Πίσω στην Εθνική οδό, ο Ήρωας διασταυρωνόταν με έναν θεόρατο τύπο, με φάτσα δολοφόνου, να κρατάει ένα μεγάλο χαρτόνι που έγραφε: "ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΕΙΝΑΙ ΚΟΝΤΑ! ΜΕΤΑΝΟΕΙΤΕ ! VISIT www.eirwneia.blogspot.com"
Κοίταξε το ρολόι του, και άνοιξε κι άλλο το γκάζι. Ήταν πλέον βέβαιος πως δεν θα προλάβαινε. Δεν τα παράτησε όμως. Ήταν αποφασισμένος. Το ήθελε πάρα πολύ.
Ταυτόχρονα, σε μια πολυτελή βίλα κάπου στο Ρίο, ο Πάουλο Κοέλιο πίνοντας μια γουλιά απ' την καϊπιρίνια του γέλασε, σκεπτόμενος πως αυτή τη στιγμή, κάποιος ανά τον κόσμο, θα την έχει πιστέψει. Και φταίει αυτός...----------------------------
Το τηλέφωνο της Νύφης χτύπησε. Δεν ήταν για καλό. Ο δρόμος που οδηγούσε στο χωριό είχε γεμίσει βράχια λόγω κάποιας ανεξήγητης κατολίσθησης και ο γάμος θα καθυστερούσε μέχρι να απομακρυνθούν τα εμπόδια. Η κουμπάρα έτρεξε να την καλμάρει, για να διαπιστώσει πως η φίλη της ήταν ανεξήγητα ήρεμη. Αυτό την έβαλε σε σκέψεις!
----------------------------
Δύο ώρες μετά και αφού είχε πια σουρουπώσει όλα ήταν έτοιμα για να ξεκινήσουν οι διαδικασίες.
Η Νύφη έτοιμη, ομορφότερη από ποτέ. Το πορσελάνινο δέρμα της αντανακλούσε κάθε ακτίνα φωτός, και τα ξανθά μαλλιά της φεγγοβολούσαν. Θα ανακάλυπταν αργότερα πως όλες οι φωτογραφίες βγήκαν υπερφωτισμένες.
Η Νύφη βρίσκεται στο προαύλιο της εκκλησιάς. Περπατά αρχοντική και ασυνόδευτη, προς τα σκαλιά του ναού. Ο Άγριος ήχος μιας μοτοσυκλέτας χαράζει την ησυχία του βουνού.
Όλοι στρέφουν τα κεφάλια τους. Βλέπουν έναν μαυροντυμένο άνδρα πάνω σε μια λευκή μοτοσυκλέτα να πλησιάζει και να σταματά απότομα λίγα μέτρα μακριά τους.
.... Σιωπή ....
Ο άνδρας, βγάζει το κράνος του αργά και αποφασιστικά.
Βουβή έκπληξη στους λίγους φίλους και συγγενείς.
Ο Ήρωας τώρα, απλά περιμένει.
Περιμένει την αντίδραση.
Περιμένει την λύτρωση. Όποια και αν είναι αυτή. Έχει κάνει το καθήκον του... Η μπάλα είναι πλέον στο δικό της γήπεδο.
Αυτή τον κοιτά στα μάτια.
Σκύβει το κεφάλι ανέκφραστη.
Περπατά προς το μέρος του.
Κάνει μια μικρή στάση και αγκαλιάζει τρυφερά τον Κρητικό θείο της.
Κατευθύνεται προς τον Ήρωα. Με αργό σταθερό βήμα.
Η Κουμπάρα, βγάζει μια κραυγή πανικού και πετάγεται προς την Νύφη. Ο Κουμπάρος όμως, έχει άλλη γνώμη. Την αρπάζει στην αγκαλιά του και δεν της επιτρέπει οποιαδήποτε παρέμβαση. "She got to do what she got to do!" της ψιθυρίζει στ' αυτί. Αυτή κλαίει ...
Έχει φτάσει δίπλα του πια.
Σηκώνει το κεφάλι.
Τα μάτια της είναι γεμάτα δάκρυα, αλλά το βλέμμα της βέβαιο.
Σηκώνει το δεξί της χέρι.
Κρατάει ένα όπλο. Μαύρο, κρύο, φονικό...
Η ζωή του Ήρωα περνά μπροστά από τα μάτια του.
Κοιτιούνται για δευτερόλεπτα που έμοιαζαν αιώνες.
Βάζει το όπλο στον κρόταφο...
Τον δικό της κρόταφο!
... Και αυτοκτονεί!
Το άψυχο κορμί της είναι πλέον στην αγκαλιά του. Όχι όπως θα το φανταζόταν.
Ακόμα ζεστή, αλλά τόσο ακίνητη ...
Σιωπή... Λήθη...
Έξι μήνες αργότερα ο Κουμπάρος, με δάκρυα στα μάτια, ακούει την μουγκή από το σοκ σύζυγό του να ξανά μιλά.
"Νόμιζα πως το είχαμε αποφύγει... "
Κρατήθηκε και δεν την διέκοψε.
"Το είχε πει, αλλά είχαν περάσει χρόνια ... Νόμιζα πως το είχαμε αποφύγει"
Κατάλαβε αμέσως που αναφερόταν η Κουμπάρα και την άφησε να συνεχίσει.
"Είχε πει, πως αν της την ξανά έπεφτε αυτός ο μαλάκας, θα αυτοκτονούσε!"
Σιωπή ... Τέλος.
Υ.Γ. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις, είναι συμπτωματική. Απόλυτα συμπτωματική.
4 σχόλια:
0 σχόλια?? Ντροπή....
Ε, τι να κάνεις!! Όταν όμως το κάνω ταινία, θα σπάσει τα ταμεία!
εμενα μου άρεσε πάντως...
Πολύ καλό. Οι μικρές κοφτές προτάσεις σε κρατάνε σε αγωνία! Να γράφεις πιο συχνά ρε. Βλέπω το παράτησες το blog σου τώρα τελευταία.
Δημοσίευση σχολίου